Υπό την επίδραση προπαντός του Anderson μερικοί Έλληνες συγγραφείς ισχυρίζονται, πως η εθνική ταυτότητα αποτελεί ένα φαινόμενο “μυθικής και ιδεολογικής φύσης” βασισμένο σε “συλλογικές φαντασιώσεις”. Μια τέτοια προσέγγιση συμπιέζει το πολυσύνθετο και πολυεδρικό ιστορικό γίγνεσθαι σ’ ένα τρομερά γενικευτικό σχήμα. Η απόρριψη του εθνικισμού, της εθνικιστικής υπεροψίας, της ξενοφοβίας, του κηρύγματος της ανωτερότητας απέναντι στους άλλους λαούς και της καταπίεσης των μειονοτήτων είναι αναμφίβολα σωστή. Αλλά η σχετική συλλογιστική δεν πείθει, όταν “αδειάζει μαζί με το μπάνιο και το παιδί”.
Δεν είναι εδώ ο τόπος για μιαν εξαντλητική ενασχόληση με το ζήτημα. Παραπέμπω σ’ άλλα γραπτά μου κι ιδιαίτερα στις σχετικές αναπτύξεις του εξής έργου μου: “Γλυκείας χώρας” ιστόρηση. Η Κύπρος από την αρχαιότητα ως την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τρεις τόμοι, Αθήνα 2004, εκδόσεις Ι. Σιδέρης. Στον παρόντα πρόλογο περιορίζομαι στο να τονίσω, πως η πολιτισμική διάσταση του έθνους έπαιξε καίριο ρόλο στην ιστορία της Κύπρου. Η κυπριακή ζωή συνυφάνθηκε σε πολύ μεγάλο μέτρο με τον πολιτισμό του υπόλοιπου ελληνισμού.
Αυτή η συνύφανση δεν υπήρξε δημιούργημα του μυαλού ή της φαντασίας, αλλά είχε (παρά τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία μύθου, τα οποία ο ιστορικός συναντά σε κάμποσες περιπτώσεις) εν πολλοίς και αντικειμενική υπόσταση. Η μακροχρόνια πολιτισμική παράδοση της Κύπρου, που εδραιώθηκε παρά το διαλεκτικό συναπάντημα του “ντόπιου” και του “ξένου”, έπαιξε και παίζει θεμελιακό ρόλο στη διαμόρφωση της κυπριακής ταυτότητας. Μεταξύ άλλων προβάλλει εδώ η διαχρονικότητα της γλώσσας – ενός στοιχείου με αναντίρρητη αντικειμενική υπόσταση.
Η ελληνοκυπριακή διάλεκτος και λόγω του “αρχαϊκού” της χαρακτήρα και εξαιτίας της λαϊκότητάς της δείχνει πεντακάθαρα, πως όσοι υπερτονίζουν τη “νεωτερικότητα” του έθνους, της εθνικής ιδέας και της εθνικής ταυτότητας παραβλέπουν τις βαθύτερες πολιτισμικές ρίζες αυτών των φαινομένων. (Από τον πρόλογο της έκδοσης)