Πορτογαλία, μέσα του 19ου αιώνα. Μέσα στην ατμόσφαιρα της βικτωριανής εποχής, η ζωή στο μικρό λιμανάκι της Μαδέιρα ακολουθεί πιστά τις ανόητες, στυφνές επιταγές μιας κοινωνίας που ενδιαφέρεται περισσότερο για το τυπικό παρά για το ουσιώδες, και της οποίας οι άνθρωποι προσπαθούν ν’ ανεβάσουν το κοινωνικό τους επίπεδο μαθαίνοντας πιάνο και γαλλικά. Όμως, στην κλειστή λόγω νοοτροπίας πορτογαλλική κοινωνία, που πλησιάζει στην εποχή των μεγάλων αλλαγών, των πολιτικών μεταπτώσεων και των λαϊκών διεκδικήσεων, διάφορα πρόσωπα, διάφοροι χαρακτήρες πλαισιώνουν τις εσκεμμένες ανισότητες.
Πρόσωπα επαναστατικά – σαν εκείνο της Ραχήλ -, που ξεγελούν τη δυστυχία του εχθρικού για τις γυναίκες περιβάλλοντος στο οποίο τάχθηκαν να ζήσουν. Πρόσωπα στιβαρά, στηριγμένα στους ανοιχτούς ορίζοντες της επιστήμης τους – όπως ο Μάρκος – που αφήνουν περιθώρια ανάσας στους αγαπημένους τους, στη σύζυγο, στις κόρες τους. Οπτασίες όπως της Μάρθας και της Μαρίας, γκριζαρισμένες όχι τόσο από το χρόνο – σαν τις φωτογραφίες στο παλιό έπιπλο της προγιαγιάς που βρήκε η αφηγήτρια – αλλά απ’ την έμφυτη στειρότητα με την οποία ορισμένοι γεννιούνται χρησιμοποιώντας την για να καταστρέψουν ό,τι ομορφότερο έχει κανείς στη ζωή. Πρόσωπα καταλυτικά σαν τη θεία Κωνστάνσα, που λειτουργεί ως θεματοφύλακας των υποκριτικών ηθών της εποχής της. Είναι όμως όλοι αυτοί θύτες ή τελικά θύματα κατά την ρήση “αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα”;