Το σκούρο μαύρο τ’ ουρανού, όσο πλησίαζε ο ήλιος ο φεγγάρι για να το αντικαταστήσει, άφηνε τη θέση του στο πορτοκαλί της ανατολής, ενώ τ’ άστρα της νύχτας χαμογελούσαν με χάρη, στα φευγάτα σύννεφα της σιωπηλής αυγής. όλα μαζί συνέθεταν ένα μαγευτικό τοπίο που άγγιζε τη γη με ζεστασιά και σκέπαζε ους πρόσφυγες από την πρώτη πρωινή ψύχρα.
Τον ύπνο των πουλιών διατάρασσε το βουητό του αέρα, που περνούσε από τις σχισμες των αντίσκηνων και ακουγόταν σαν μελωδία, κάνοντάς τα να μαζεύουν ήχους, για να τους συνθέσουν την επόμενη μέρα…