Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος υπήρξε το αναπόφευκτον τίμημα της εγκαταλείψεως των ηθικών αρχών, εν ονόματι των οποίων διεξήχθη ο αγών του 1914 – 18. Μέσα εις την συνθήκην των Βερσαλλιών υπήρχον ήδη τα σπέρματα της νέας συγκρούσεως. Ο ιδεαλισμός του Προέδρου Ουίλσον συνήντησε πολύ μικράν κατανόησιν εις τας ταραγμένας καρδίας των ανθρώπων, όπου αι ιδέαι, αι αρχαί και τα αισθήματα συνωθούντο με πολλήν αταξίαν, η δε Κοινωνία των Εθνών, επί της οποίας η ανθρωπότης εστήριξε τόσας ελπίδας, απεδείχθη θνησιγενές κατασκεύασμα.
Την μεγάλην προσπάθειαν διεδέχετο πάλιν εν αγωνιώδες κενόν. Εις την ψυχήν των νικητών και των ηττημένων προέβαλλον τα ίδια αμείλικτα ερωτήματα. Η φωνή του αίματος των εκατομμυρίων αγωνιστών, οι οποίοι απέθανον δια την ελευθερίαν και την δικαιοσύνην, εκάλυπτε με ρυθμόν καταιγίδος τας χώρας της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής.
Η οδυνηρά θυσία εις τον βωμόν της ελευθερίας δεν είχεν αποδώσει τους αναμενόμενους καρπούς. Εκατομμύρια ανθρώπων εξηκολούθουν να ζουν υπό καθεστώς επαχθούς δουλείας. Αι μεγάλαι λαϊκαί μάζαι υφίσταντο παντοιοτρόπως την καταπίεσιν και την εκμετάλλευσιν των ισχυρών. Το αίσθημα της κοινωνικής δικαιοσύνης είχεν αμβλυνθή και εις τας χείρας των δυναστών της ανθρωπότητος, αι ηθικαί αρχαί δεν εχρησίμευον παρά ως προκάλυμμα των ανοσίων σκοπών και επιδιώξεών των. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα έτεινον ήδη να υποβιβάσουν τον άνθρωπον εις το επίπεδον του κτήνους. […] (Από την έκδοση)