“Για χρόνια πολλά ένας κόμπος έδενε το στομάχι. Όλο και πιο συχνά και επαναλαμβανόμενα, ίσως γιατί μεγαλώνουμε, επιστρέφουν οι μνήμες του παρελθόντος. Ευχάριστοι επισκέπτες, κάποτε για να υπομνήσουν κάποιο ανεκπλήρωτο ηθικό χρέος. Από τον Σεπτέμβρη του 1974 στο σήμερα. 43 χρόνια μετά. Ο φόβος και η αβεβαιότητα εκείνου του μαύρου καλοκαιριού ήταν που άφησαν τις χαροκαμένες κι αλαφιασμένες, απ’ τα δεινά του πολέμου, Κύπριες μανάδες να κατευοδώσουν τα παιδιά τους για έναν άγνωστο προορισμό.
Άγνωστοι τότε ανάμεσά μας. Στοιβαγμένοι απάνω στο πλοίο της γραμμής για τον Πειραιά. Με βλέμμα απλανές, κάποιοι μαζεύονταν απόμερα και άκουγες το συριστό κλάμα τους. Μακριά από τους δικούς μας, κάποιων είχαν σκοτωθεί και άλλων αγνοούνταν. Μακριά από τον όλεθρο του πολέμου.” (Απόσπασμα από τη μαρτυρία του κ. Γιώργου Κ. Γεωργίου)
“Το απόγευμα διαβάζαμε μαζί τα μαθήματά τους, κουβεντιάζαμε, λύναμε μαζί ζητήματα της κοινής μας καθημερινότητας, μιλούσαμε για την πόλη και τα ενδιαφέροντά της. Ακούγεται βατό, απλό, εύκολο… ΔΕΝ ΗΤΑΝ. Έφτανε ένα γράμμα που ερχόταν από την Κύπρο για να με κάνει “κομμάτια”, όπως και το παιδί που το λάβαινε και μάθαινε πως ο αδερφός του σκοτώθηκε ή πως ο πατέρας αγνοείται. Πως πέθανε κάποιος δικός του, πως τραυματίστηκε κάποιος άλλος. Έφτανε ένα γράμμα για να πέσει εκείνη η σιωπή, που σήμαινε μαζί σεβασμό, πόνο, συμπόνια, λύπη για τον έναν, που έκρυβε και τη λύπη των πολλών για τα δικά τους.” (Απόσπασμα από τη μαρτυρία της κ. Σοφίας Κωνσταντέλλια)