Ποια είναι η ιδιαίτερη συμβολή του 20ου αιώνα στη θεώρηση της έννοιας της τέχνης; Σ` αυτό το ερώτημα αποπειράται να απαντήσει η προκείμενη ανθολογία, παραθέτοντας ένα ευρύ φάσμα προσεγγίσεων από πέντε διαφορετικές θεωρητικές, λογοτεχνικές και φιλοσοφικές παραδόσεις, την αγγλική, την αμερικανική, την αυστριακή, τη γαλλική και τη γερμανική.
Κείμενα δύο σημαντικών θεωρητικών της τέχνης των αρχών του 20ου αιώνα, του Αλόις Ριγκλ και του Άμπυ Βάρμπουργκ, δημοσιεύονται για πρώτη φορά στα ελληνικά, θέτοντας το ζήτημα της σχέσης της τέχνης με τα ιδεολογικά και τα κοινωνικά της συμφραζόμενα, καθώς και με τη μακρά διάρκεια και την ιστορική εξέλιξη. Τρεις μείζονες στοχαστικοί συγγραφείς, ο Μαρσέλ Προυστ, ο Ρόμπερτ Μούζιλ και ο Πωλ Βαλερύ, σκιαγραφούν την προσωπική τους γενεαλογία και εκθέτουν την ποιητική τους, φωτίζοντας τη σχέση της δημιουργικής διαδικασίας με τα ζητήματα του ύφους, της ηθικής και της ευαισθησίας. Η εμφάνιση καινούργιων καλλιτεχνικών μορφωμάτων και πρωτότυπων θεωρητικών αναζητήσεων αποτυπώνεται ανάγλυφα στα κείμενα του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, του Άρθουρ Ντάντο και του Νέλσον Γκούντμαν, οι οποίοι επεξεργάζονται τις νέες τάσεις της φιλοσοφικής αισθητικής. Τέλος, ο γνωστικός κλάδος της Αισθητικής επανεξετάζεται σε συνάρτηση με το ιστορικό πλαίσιο της γέννησής της στις τοποθετήσεις του Τζέρομ Στόλνιτς και του Τζορτζ Ντίκι· με την πολιτική και τη στοχαστική διάσταση στις παρεμβάσεις του Μικέλ Ντυφρέν και του Ζιλ Ντελέζ· με τις παράλληλες συμβολές της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας στα άρθρα του Ρίτσαρντ Βόλχαϊμ, του Πιερ Μπουρντιέ και του Χανς Μπέλτινγκ, αντιστοίχως.
Η ανθολογία υιοθετεί μια κριτική απόσταση απέναντι σε ορισμένες παραδοσιακές αισθητικές και φιλοσοφικές κατηγορίες (μίμηση, παράσταση, έκφραση, καλαισθησία, αισθητική στάση, φαντασία, μεγαλοφυΐα, μνημείο, φόρμα, μνήμη, χρόνος)· θέτει ερωτήματα που αναφέρονται στη μακρόχρονη παράδοση της φιλοσοφίας της τέχνης (ορισμός και ιστορικότητα του έργου τέχνης, αισθητική εμπειρία, καλλιτεχνική δημιουργία)· επιχειρεί να προσδιορίσει την εμβέλεια της έννοιας του “μοντέρνου”.
Έτσι, μέσα από εκ πρώτης όψεως αντικρουόμενες μεθοδεύσεις, αναδύεται μια θεώρηση της τέχνης απαλλαγμένη από τα νεοκλασικά και τα ρομαντικά πρότυπα ανάλυσης. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, η τέχνη είναι -όπως η γλώσσα- μια μορφή ζωής, η οποία προσδιορίζεται ως κατεξοχήν εκφραστική και χαρακτηρίζεται από το σύνολο των συνδιαλλαγών της με το κοινό της, καθώς και με τις υπόλοιπες συμβολικές δραστηριότητες του ανθρώπου.