Πρωταρχικός σκοπός της μελέτης αυτής είναι η διατύπωση μιας θεωρητικής προσέγγισης και η δημιουργία ενός επιστημολογικού υπόβαθρου που δυνητικά συμβάλλουν στη σύγκλιση ανάμεσα στη θεατρική και την κινηματογραφική “γλώσσα”.
Η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις δύο τέχνες αφορά, αφενός τη φυσική προέλευση του υλικού τους και την παρεπόμενη μορφική έκφραση και υφολογία τους και αφετέρου την ενδότερη, συγκρουσιακή τους δομή (διαλεκτική του μοντάζ).
Διαμεσολαβητικός “τελεστής” και πιλοτικός οδηγός του εγχειρήματος είναι ο πρωτοπόρος σοβιετικός σκηνοθέτης S. M. Eisenstein ο οποίος, εκκινώντας την πορεία του ως σκηνογράφος και σκηνοθέτης θεάτρου, συμπεριλαμβάνει και ενσωματώνει εντός της φιλμικής γραφής στοιχεία – καταβολές της θεατρικής του παράδοσης (παρωδία – grotesco – music-hall – μαριονέττα – clownesque). Τα στοιχεία αυτά, διαρθρωμένα δια μέσου ρητορικών μορφών (ενδείξεων, μεταφορών), αναδομούνται ως συστατικά στοιχεία του κινηματογραφικού ‘μοντάζ των αττραξιόν’, το οποίο εξελίσσεται σε μέσο πρόκλησης αντανακλαστικών, συγκινησιακών συγκρούσεων στο κοινό (αγκίτ-γκινιόλ). Επιπλέον, οι ετερόκλητες και συχνά αντιφατικές επιδράσεις που δέχεται ο δημιουργός από τους χώρους της τέχνης, της επιστήμης και της φιλοσοφίας συντελούν στη χωροταξιακή αναπαραστατικότητα του έργου του.
Η εικονοποίηση της διαλεκτικής αρχής αναδεικνύεται, σε τελευταία ανάλυση, σε θεμελιώδες αξίωμα της αϊζενσταϊνικής αισθητικής, βάσει του οποίου πραγματοποιείται η “ανάγνωση” ταινιών παλαιότερων αλλά και νεότερων κινηματογραφιστών, σε μια προσπάθεια εντοπισμού σε αυτές θεατρικών κωδίκων.