Συγγραφέας: Παναγιώτης Λ. Βοκοτόπουλος
Εκδότης: Μυγδονία
Μορφή: Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις: 27×23
Ημερομηνία έκδοσης: 2012-05-01
Αριθμός σελίδων: 397
Κωδικός ISBN: 978-960-7666-90-1
€37.28
Η πρώτη μου γνωριμία με την Ήπειρο χρονολογείται στο 1959. Στα τέλη Οκτωβρίου εκείνου του χρόνου, με μια δωδεκαμελή ομάδα του Τμήματος Αθηνών του Ελληνικού Ορειβατικού Συνδέσμου, ανέβηκα από το χωριό Καταρράκτης την κορυφή Καταφίδι των Τζουμέρκων, του ορεινού όγκου που δεσπόζει βορείως της Άρτης. Καλύτερα γνώρισα την ορεινή Ήπειρο τον μεθεπόμενο χρόνο· τον Ιούλιο του 1961 ανέβηκα στην Τύμφη, τον Σμόλικα και τον Γράμμο, ενώ το 1963 επισκέφθηκα την Δωδώνη, την Νικόπολη και την Άρτα και διέσχισα με δύο φίλους την χαράδρα του Αώου από το Μέτσοβο μέχρι την Κόνιτσα. Αυτό που δεν φανταζόμουν τότε ήταν ότι το 1965, νεοδιορισμένος Επιμελητής Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, θα ετοποθετούμην στην 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων που ιδρύθηκε τότε με έδρα τα Ιωάννινα, και ότι θα παρέμενα στην Ήπειρο επι μία περίπου δεκαετία, κατά την οποία γνώρισα καλά τον τόπο, τα μνημεία και τους ανθρώπους του.
Στις υπηρεσιακές μου μετακινήσεις και στις κυριακάτικες ή πολυήμερες εξορμήσεις μου είχα πάντα μαζί μου τις φωτογραφικές μου μηχανές -για τις ασπρόμαυρες λήψεις μία παλιά Rollei και για τις έγχρωμες μία Retina Reflex, την οποία, όταν ετέθη εκτός μάχης, διαδέχθηκε μία Μinolta. Όλες οι έγχρωμες διαφάνειες είναι σε φιλμ Kodachrome. Λόγω των αρχαιολογικών και φυσιολατρικών ενδιαφερόντων μου φωτογράφιζα κυρίως μνημεία, οικισμούς και τοπία. Οι φωτογραφίες αυτές δεν τραβήχθηκαν με καλλιτεχνικές προθέσεις και η αντιπροσώπευση των διαφόρων περιοχών της Ηπείρου δεν είναι σύμμετρη. Υπερέχουν σε αριθμό φωτογραφίες από περιοχές όπως το Ζαγόρι ή η επαρχία Μετσόβου και από οικισμούς όπως η Πάργα και η Κορωνησία, που επισκέφθηκα συχνότερα, και απουσιάζει σχεδόν η επαρχία Φιλιατών, την οποία ελάχιστα γνωρίζω.
Πολλές από τις φωτογραφίες που είχα βγάλει αποτελούν σήμερα τεκμήρια της Ελλάδας που αφήσαμε να χαθεί στο όνομα της αξιοποιήσεως. Η υποβάθμιση του ελληνικού τοπίου και του δομημένου περιβάλλοντος συντελείται με επιταχυνόμενους ρυθμούς τόσο από τους ιδιώτες όσο και από τις δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες.
(από τον πρόλογο του βιβλίου)