Συγγραφέας: Γεράσιμος Δ. Παγκράτης
Εκδότης: Πεδίο
Μορφή: Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις: 24×17
Ημερομηνία έκδοσης: 2013-05-01
Αριθμός σελίδων: 544
Κωδικός ISBN: 978-960-546-091-4
Ιστορία
€34.90
Την ιστορία της εμπορικής ναυτιλίας των Ελλήνων έχουμε συνηθίσει να την εξετάζουμε εκκινώντας από τις δεκαετίες που προηγήθηκαν της επανάστασης του 1821. Παραβλέπουμε έτσι την αδιάρρηκτη σχέση των Ελλήνων με τη θάλασσα καθ’ όλη την προγενέστερη περίοδο. Το παρόν βιβλίο εστιάζεται στις απαρχές της νεοελληνικής ναυτιλιακής επιχειρηματικότητας τον αιώνα που ακολούθησε την άλωση της Κωνσταντινούπολης, εξετάζοντας το παράδειγμα των ναυτιλιακών επιχειρήσεων της Κέρκυρας. Στο νησί του βόρειου Ιονίου Πελάγους, που ισορροπούσε ανάμεσα στη βυζαντινή κληρονομιά και στις επιδράσεις των λατινικών κυριαρχιών, η αυστηρή προστατευτική πολιτική της Βενετίας δεν εμπόδισε τη συγκρότηση, από τα τέλη του 15ου και μέχρι και την τέταρτη δεκαετία του 16ου αιώνα, ενός ακμαίου εμπορικού στόλου που δραστηριοποιήθηκε τόσο εντός των καθορισμένων από τη Γαληνοτάτη ορίων, δηλαδή σε επίπεδο τοπικό και διαπεριφερειακό, όσο και σε χώρους έντονα ανταγωνιστικούς προς τη Βενετία, που κάλυπταν μεγάλο μέρος της Μεσογείου. Βασισμένη στα δεδομένα 20.000 περίπου νοταριακών πράξεων, καθώς και διοικητικών εγγράφων από τα αρχεία της Κέρκυρας και της Βενετίας, η παρούσα μελέτη εξετάζει την οργάνωση και τη λειτουργία του χρονικά παλαιότερου, γνωστού μέχρι σήμερα στις λεπτομέρειές του, εμπορικού στόλου που συγκρότησαν Έλληνες στους πρώιμους νεότερους χρόνους. Χάρη στη δύναμη της αρχειακής μαρτυρίας, φωτίζονται ζητήματα όπως η σημασία των ναυτιλιακών επιχειρήσεων για τις κοινωνίες εντός των οποίων έδρασαν και τις οποίες επηρέασαν, η κρατική εμπορική πολιτική και ο βαθμός πειθάρχησης των ελλήνων υπηκόων σε αυτήν, οι άνθρωποι των ναυτιλιακών επιχειρήσεων στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις, κ.ά. Το αποτέλεσμα καταλήγει να είναι κάτι πολύ περισσότερο από την ανάλυση των ναυτιλιακών επιχειρήσεων ενός μόνο νησιού, καθώς, πέρα από την όποια αντιπροσωπευτικότητά του, υποδεικνύει ένα δρόμο και μια μεθοδολογία για την αποτελεσματική αξιοποίηση αρχειακών πηγών με μεγάλες δυνατότητες για την κατανόηση των λιγότερο γνωστών πλευρών της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας των πρώιμων νεότερων χρόνων.