ΑΝ ΚΑΙ Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΚΔΟΣΗ δεν αποτελεί, θεματικά ή αφηγηματικά, μια νέα εκδοχή του Μάγου, είναι κάτι παραπάνω από μια αισθητική αναθεώρηση. Ένας αριθμός σκηνών έχει ξαναγραφτεί κατά το μέγιστο μέρος, και μία ή δύο έχουν εφευρεθεί. Ακολούθησα αύτη τη μάλλον ασυνήθιστη πλεύση επειδή -αν οι επιστολές είναι κάποιο κριτήριο- το βιβλίο έχει προκαλέσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από οτιδήποτε άλλο έχω γράψει. Από καιρό έχω μάθει να δέχομαι ότι η λογοτεχνία πού, επαγγελματικά, με ικανοποιεί λιγότερο (δυσαρέσκεια την οποία επεφύλαξαν και οι κριτικοί στην πρώτη έκδοση) επιμένει να προσελκύει την πλειονότητα των αναγνωστών μου.
Η Ιστορία εμφανίστηκε το 1965, ακολουθώντας δύο άλλα βιβλία, αλλά με κάθε κριτήριο, πλην της ημερομηνίας έκδοσης, είναι ένα πρώτο μυθιστόρημα. Άρχισα να το γράφω στίς αρχές της δεκαετίας του ’50, καί τόσο η αφήγηση όσο και η διάθεση πέρασαν αμέτρητες μεταμορφώσεις. Στην πρωτότυπη μορφή υπήρχε ένα ξεκάθαρο υπερφυσικό στοιχείο -μια απόπειρα σε στυλ το Στρίψιμο της βίδας του Χένρυ Τζέημς. Όμως δεν είχα καμία συγκεκριμένη ιδέα για το που κατευθύνονταν τόσο η ζωή μου όσο και το βιβλίο. Η πιο αντικειμενική πλευρά μου δεν πίστευε ότι θα γινόμουν ποτέ δημοσιεύσιμος συγγραφέας, μια πιο υποκειμενική δεν μπορούσε να εγκαταλείψει το μύθο τον όποιο προσπαθούσε, άτεχνα καί επίπονα, να φέρει στον κόσμο. Και η πιο έντονη ανάμνηση πού έχω είναι της συνεχούς εγκατάλειψης χειρογράφων, επειδή δεν κατόρθωνα να πε-ριγράψω αυτό πού ήθελα. Τόσο η τεχνική όσο κι εκείνη η αλλόκοτη όψη της φαντασίας πού μοιάζει μάλλον με αδυναμία να θυμηθείς αυτό που ήδη υπάρχει παρά αυτό πού είναι στην πραγματικότητα -μια αποτυχία να ανακαλέσεις το ανύπαρκτο- με κρατούσαν καθηλωμένο. Ωστόσο, όταν η επιτυχία του Συλλέκτη, το 1963, μου έδωσε λίγη λογοτεχνική αυτοπεποίθηση, ήρθε αυτός ο αιώνια βασανιζόμενος σακάτης να απαιτήσει προτεραιότητα από διάφορα άλλα μυθιστορήματα πού είχα αποτολμήσει κατά τη δεκαετία του ’50… και δύο εκ των οποίων θεωρώ ότι θα ήταν πιο παρουσιάσιμα και μπορεί να ωφελούσαν το όνομά μου, τουλάχιστον στη χώρα μου, περισσότερο.
Το 1964 έπιασα δουλειά καί συνέρραψα καί ξανάγραψα όλα τα προηγούμενα δοκίμια. Όμως Ο Μάγος εξακολουθούσε να παραμένει ουσιαστικά το σημείο όπου ο πρωτάρης μαθαίνει να γράφει μυθιστορήματα – κάτω από την αφήγηση, το σημειωματάριο μιας εξερεύνησης, συχνά λανθασμένο και κακοεμπνευσμένο, σε μια άγνωστη χώρα. […] Αν Ο Μάγος έχει κάποια “πραγματική έννοια”, δεν είναι άλλη από εκείνη του τεστ Ρόρσαχ, στην ψυχολογία. Η έννοιά του είναι οποιαδήποτε αντίδραση προκαλεί στον αναγνώστη, και, σε ότι με αφορά, δεν υπάρχει “δεδομένη” αντίδραση.
Πρέπει να προσθέσω ότι στην αναθεώρηση του κειμένου δεν αποπειράθηκα να απαντήσω στίς τόσες δικαιολογημένες κρίσεις περί υπερβολής, υπερβολικής πολυπλοκότητας, επιτήδευσης και τις λοιπές πού δέχτηκε το βιβλίο από τους πιο σοβαρούς ενήλικους κριτικούς κατά την πρώτη του εμφάνιση. Τώρα γνωρίζω τη γενιά την οποία ακριβώς ελκύει,
και ότι πρέπει να μείνει για πάντα ένα μυθιστόρημα εφηβείας γραμμένο από έναν καθυστερημένο έφηβο. Η μόνη μου δικαιολογία είναι πώς όλοι οι καλλιτέχνες πρέπει να διανύσουν όλο το φάσμα της ζωής τους ελεύθερα. Ο υπόλοιπος κόσμος μπορεί να λογοκρίνει και να θάβει το παρελθόν του. Εμείς δεν μπορούμε, κι έτσι πρέπει να μείνουμε εν μέρει πράσινοι ως το τέλος της ζωής μας… άγουρα-πράσινοι με την ελπίδα ότι θα γίνουμε γόνιμα-πράσινοι. […] Όμως εξακολουθώ να συμπαρατάσσομαι με τη γενική αρχή, και αυτό ήθελα να βρίσκεται στην καρδιά της ιστορίας: ότι η πραγματική ελευθερία βρίσκεται ανάμεσα στα δύο, ποτέ στο ένα μονάχα, και επομένως ποτέ δεν μπορεί να είναι απόλυτη ελευθερία. Όλη η ελευθερία, ακόμη και πιο σχετική, μπορεί να είναι φιλολογία, όμως η δική μου, ακόμη και σήμερα, προτιμά την άλλη υπόθεση. (ΤΖΩΝ ΦΩΟΥΛΣ, 1976)