“Η αμάθεια δειλή και ακυβέρνητη άρπαξε τον σπόρο στα γόνιμα χώματα της, τον ανάστησε καρποφόρων, και πικρόχυμο τον εμεγάλωσε και ήρθεν η αγυρτεία πρόθυμη να θερίσει τον καρπό και να τρυγήσει τα κέρδη της”.
“Ο Ζητιάνος” (1897), ίσως το καλύτερο έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα, διαδραματίζεται στον θεσσαλικό κάμπο, στο “Νυχτέρι”, λίγα χρόνια μετά την προσάρτηση του στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι της υπαίθρου μοχθούν να επιβιώσουν δίχως δική τους γη, στο έλεος των Ελλήνων και των Τούρκων τσιφλικάδων, και υποδουλώνονται αφενός στους πλούσιους και τους ισχυρούς, αφετέρου στις προλήψεις που τους καταδυναστεύουν τη ζωή.
Μια Κυριακή θα εμφανιστεί ένας επαγγελματίας ζητιάνος από τα “Κράκουρα” (τα Κράβαρα της ορεινής Ναυπακτίας), ο Τζιριτόκωστας, ο οποίος μέσα σε πέντε ημέρες -και δίχως καμία απολύτως αναστολή- θα εξαπατήσει τους αφελείς, θα εκμεταλλευτεί τους δεισιδαίμονες, θα υποδαυλίσει έχθρες και αντιπαλότητες, θα οδηγήσει το χωριό στον αφανισμό.
Ο Καρκαβίτσας, αφηγούμενος μια πράξη από “το αιώνιο δράμα της ζωής” στην ελληνική επαρχία του 19ου αιώνα, γίνεται αυστηρός τιμητής της σήψης του πολιτικού συστήματος και της σκληρότητας των μικρών κλειστών κοινωνιών.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μια καλύτερη εμπειρία περιήγησης. Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies από εμάς.