Πολύτιμη συνεισφορά στη βαθύτερη γνωριμία με την άκρα ιδιορρυθμία και δυσκολία του Μακεδονικού Αγώνα, με την παλλαϊκή συμμετοχή και αυτοθυσία των αφανών γηγενών Μακεδόνων, “συν γυναιξί και τέκνοις” κυριολεκτικά, με την ποικιλία και, ενίοτε, αφλογιστία των όπλων, τέλος με τη φυσιογνωμία και την ψυχολογία των πολεμιστών του, όλων εθελοντών, αποτελεί αυτόφωρα η ανά χείρας βαρύτιμη έκδοση.
Γνωρίζοντας τα όπλα του Αγώνα και ακολουθώντας τις κρυφές διαδρομές τους, ατενίζοντας τους Μακεδονομάχους και τον τρόπο με τον οποίον κρατούν το τουφέκι τους, τρόπον τρυφερό, μα συνάμα στερεό, ο ευλαβής αναγνώστης αισθάνεται ότι, σελίδα-σελίδα, βήμα-βήμα, διεισδύει σε μιαν ιεροτελεστία, του φανερώνονται Άγια Μυστήρια και διέρχεται ακροποδητί την Ωραία Πύλη. Βλέπει στην Αγια-Τράπεζα τα ιερά σφάγια του Γένους, που ταπεινά μοίρασαν το σώμα τους και το αίμα τους στους περιλειπομένους και σ’ εμάς τους επιγενόμενους, εις σωτηρίαν της Μακεδονίας και ημών. Μεταλαμβάνει. Κοινωνεί.
Αρμόζει, συνεπώς, η σιωπή. Φύλλο προς φύλλο, άλλωστε, έπονται όλα τα αυθεντικά: οι αγωνιστές και τα όπλα τους, καθένας τους και καθένα του με την ιδιοπροσωπεία του. Το τουφέκι στο χέρι τους δεν είναι απλώς ένα όπλο είναι αδιαίρετο μέλος του σώματός τους και ευθεία προέκταση της ψυχής τους. Δείτε πώς τα κρατούσαν και πώς τα κοσμούσαν, τι Άγιοι και Παναγιές, τι Άγγελοι και Χριστοί τα ασήμωναν σαν Ευαγγέλια και Δισκοπότηρα. Αυτοί ήξευραν. Γνώριζαν επίσης μεσ’ στη φωτιά, τι αδύναμα συνήθως όπλα χρησιμοποιούσαν και πόσο ισχυρότερα τους χτυπούσαν. Ο οπλισμός των Ελλήνων, κατά κανόνα ο “γκρας”, ήταν σαφέστατα υποδεέστερος του εχθρού: ένα μονάχα βόλι όλο κι όλο, χαλάζι τα βόλια του εχθρού κατεπάνω τους. Ένα βόλι, μα “στον σταυρό”! Σταυραετοί ντουφεκούσαν – κοιτούσαν, χυμούσαν, νικούσαν. Μάτι αετού, ταχύτητα γερακιού, καρδιά λιονταριού και άτρομο χέρι ήσαν οι εύστοχες αρετές που αναπλήρωσαν και υπερφαλάγγισαν τις άστοχες αδυναμίες των “γκράδων” τους. Γι’ αυτό ο “γκρας” έμεινε θρυλικός: επειδή τον χειρίζονταν τέτοια ασλάνια, τέτοια καπλάνια. Τους βλέπετε!…
Φυλλομετρώντας ξανά και ξανά τούτο το Συναξάρι του Αγώνα, προσωπικά συγκινούμαι ακόμη πιο βαθειά γιατί, κατερχόμενος από την ξακουστή Νέβεσκα, διευθύνον Κέντρο του Αγώνος ψηλά, ψηλάφησα, χάιδεψα, σταυροφίλησα αρκετά από τα όπλα αυτά, θησαυρισμένα ευλαβικά στο πατρογονικό σπίτι μας. Στέκουν ακόμη ζωντανά και ομιλητικά. Καθένα του αφηγείται στη λευκή βαρυχειμωνιά ιστορίες και ιστορίες δικές του. Να και το “ναγκάν” του καπετάν Γιάννη Αδριανάκη! Έβγαινε στην πλακοστρωμένη μεγάλη αυλή μας ο Κρητικός, κοιτούσε ψηλά τη γιγαντιαία αγρομηλιά μας κι έλεγε στη γιαγιά μου, τη Λίνα, “διάλεξε, κυρά, ποιο μήλο της κορφής να ρίξω στη μεταξένια ποδιά σου”. Έδειχνε η γιαγιά, έριχνε μια ο σταυραετός και, να, το μήλο ακέριο, στη μεταξένια ποδιά, κομμένο μονάχα απ’ το κοτσάνι με τη μια!
Ο Τάσος Λιάσκος και ο Βασίλης Νικόλτσιος δεν είναι απλώς πεπειραμένοι ερευνητές, συστηματικοί γνώστες και διασώστες συλλέκτες. Είναι προ πάντων προσκυνητές. Από τον Πανάγιον Τάφον μας κομίζουν το Άγιο Φως. Τους ευχαριστούμε και σταυρωτά τους φιλούμε.
Δημόσιος έπαινος αρμόζει επίσης στον επιμελητή και αρμοστή αυτής της σπανίας εκδόσεως. Είναι ο Πάνος Γεωργιάδης, Σαλονικιός. Πολλά χρόνια, μια φορά κι έναν καιρό, ταξιδεύαμε οι δυο μας μαζί στα ερτζιανά κύματα κάθε πρωί. Ονειρευόμασταν ξυπνητοί. Κάτι από την αχλύ εκείνων των πρωινών χύνεται και στις εικόνες που ακολουθούν. (Ν. Ι. Μέρτζος, από τον πρόλογο της έκδοσης)